λανθανιδικός

λανθανιδικός
-ή, -ό
χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λανθανίδες («λανθανιδική συστολή» — η σταθερή ελάττωση τού μεγέθους τών ατόμων τών σταχείων τής σειράς τών λανθανιδών και τών αντίστοιχων ιόντων τους ανάλογα με την αύξηση τού ατομικού αριθμού από το λανθάνιο μέχρι το λουτέτσιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”